είναι μια γενικευμένη σκελετική νόσος μειωμένης οστικής μάζας με διαταραχή της αρχιτεκτονικής της και κατά συνέπεια επιρρεπής σε κάταγματα. Τα κατάγματα αυτά συμβαίνουν αρκετά συχνά στη σπονδυλική στήλη και συνήθως με μικρής ισχύος κακώσεις/δυνάμεις.
Τέτοια κατάγματα ταλαιπωρούν ιδιαίτερα τους ασθενείς μιας και ο προκαλούμενος πόνος περιορίζει αρκετά την δραστηριότητα του ασθενούς, διαταράσσοντας την καθημερινότητα του. Σε ιδιαίτερες δε περιπτώσεις όπου το κάταγμα μπορεί να πιέζει νευρικα στοιχεία, μπορεί αν προκαλείται νευρολογικό έλλειμμα και να απαιτείται άμεση αντιμετώπισή του.
Μετά την διάγνωσή τους τα κατάγματα αυτά αντιμετωπίζονται αρχικά με συντηρητικά μέσα (παυσίπονα, κηδεμόνες) και τακτική παρακολούθηση από τον θεράποντα.
τότε εφαρμόζεται χειρουργική θεραπεία που σκοπό έχει την μείωση και εξάλειψη των συμπτωμάτων, την ενίσχυση των παθολογικών σπονδύλων, την αποκατάσταση της αρχιτεκτονικής της σπονδυλικής στήλης καθώς και την αποσυμπίεση νευρικών δομών, όπου αυτή χρειάζεται.
με μικροεπεμβατικές τεχνικές υπό ακτινολογική καθοδήγηση, την σπονδυλοπλαστική, την κυφοπλαστική και την ελαστοπλαστική. Στις επεμβάσεις αυτές γίνεται με μικρή δερματική τομή, αναίμακτα, υπό ακτινολογική καθοδήγηση η έγχυση ειδικού υλικού(τσιμέντου ή σιλικόνης) διαμέσου ειδικής βελόνας στο σπονδυλικό σώμα.
Ο ασθενής μπορεί να κινητοποιηθεί την ίδια ημέρα και συνήθως εξέρχεται της κλινικής την επόμενη ημέρα, με σταδιακή επιστροφή στις καθημερινές του δραστηριότητες τις δύο πρώτες μετεγχειρητικές εβδομάδες.